- παραπέφτω
- 1. πέφτω παράμερα από αμέλεια ή από απροσεξία («παράπεσε κάπου ο λογαριασμός και δεν τον πλήρωσα»)2. παραπαίω, τρικλίζω («παραπέφτει απ' την αδυναμία»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραπέφτω — (παραπέφτω), παράπεσα βλ. πίν. 193 Σημειώσεις: (παραπέφτω) : απαντώνται κυρίως οι τύποι με το αοριστικό θέμα (παράπεσα, να παραπέσω κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραπέφτω — παράπεσα, παραπεσμένος 1. πέφτω συχνά: Τελευταία παραπέφτει το παιδί και δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί. 2. πέφτω παράμερα, στην άκρη: Κάπου παράπεσε το έγγραφο και δεν το βρίσκω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπέσιμο — το [παραπέφτω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραπέφτω … Dictionary of Greek
μεσολαβώ — (ΑM μεσολαβῶ, έω) βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο, διακόπτω, λύνω τη συνέχεια νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ προσώπων ή κρατών για την επίλυση διαφοράς ή για την επίτευξη συμφωνίας («μεσολάβησα και τελικά τούς συμβίβασα») 2. κάνω ενέργειες σε κάποιον… … Dictionary of Greek
παραπίπτω — ΝΜΑ πέφτω παράμερα, παραπέφτω, χάνομαι («ἡ ἀκολουθία τοῡ ἁγίου... παραπεσοῡσα οὐχ εὑρίσκετο», Ευστ.) μσν. αρχ. αμαρτάνω αρχ. 1. πέφτω κοντά ή δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι («ἐγγὺς δὲ τῶν τειχῶν τὸ σῶμα... παραπεπτωκός», Πλούτ.) 2. έρχομαι… … Dictionary of Greek